- πολυανδρος
- πολύανδροςπολύ-ανδρος21) многолюдный
(Ἀσία Aesch.)
2) многочисленный(Πέρσαι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀσία Aesch.)
(Πέρσαι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολύανδρος — full of men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύανδρος — Πύλη της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Από τον Κεράτιο προς την Προποντίδα, ήταν η όγδοη στη σειρά πύλη των τειχών της Βυζαντινής πρωτεύουσας, μετά από εκείνες των Βλαχερνών, της Γυρολίμνης, της Καλιγαρίας, της Porta Regia, των Χαρισίου, του… … Dictionary of Greek
πολυανδρότατα — πολύανδρος full of men adverbial superl πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρότατον — πολύανδρος full of men masc acc superl sg πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύανδρον — πολύανδρος full of men masc/fem acc sg πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνδροις — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνδρου — πολύανδρος full of men masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνδρους — πολύανδρος full of men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνδρων — πολύανδρος full of men masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνδρῳ — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύανδρα — πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)