πολυανδρος

πολυανδρος
    πολύανδρος
    πολύ-ανδρος
    2
    1) многолюдный
    

(Ἀσία Aesch.)

    2) многочисленный
    

(Πέρσαι Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολυανδρος" в других словарях:

  • πολύανδρος — full of men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύανδρος — Πύλη της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Από τον Κεράτιο προς την Προποντίδα, ήταν η όγδοη στη σειρά πύλη των τειχών της Βυζαντινής πρωτεύουσας, μετά από εκείνες των Βλαχερνών, της Γυρολίμνης, της Καλιγαρίας, της Porta Regia, των Χαρισίου, του… …   Dictionary of Greek

  • πολυανδρότατα — πολύανδρος full of men adverbial superl πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρότατον — πολύανδρος full of men masc acc superl sg πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύανδρον — πολύανδρος full of men masc/fem acc sg πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδροις — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρου — πολύανδρος full of men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρους — πολύανδρος full of men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρων — πολύανδρος full of men masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρῳ — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύανδρα — πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»